- γαλάρα
- ηη προβατίνα ή η κατσίκα που αρμέγεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαλάρης — α και γαλάριος, ρια, ρικο και άρι [γάλα] 1. αυτός που κατεβάζει άφθονο γάλα («γαλάρα γίδα») 2. εκείνος που θηλάζει ακόμη («αρνί γαλάρικο») … Dictionary of Greek
γαλάτη — η (για θηλυκά ζώα) αυτή που παράγει πολύ γάλα, η γαλάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού αμάρτ. επιθ. *γαλάτος < γάλα] … Dictionary of Greek
γαλατάς — I Περιοχή του ασιατικού τμήματος της Κωνσταντινούπολης, της οποίας σήμερα αποτελεί τμήμα, γνωστή άλλοτε και ως Πέραν, στη ΒΑ ακτή του Κερατίου κόλπου. Από πού προέρχεται το όνομα του Γ. δεν είναι ακριβώς γνωστό· ίσως από κάποιον Γαλάτη που είχε… … Dictionary of Greek
γαλάρι — το η γαλάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)